σίφωνας

σίφωνας
σίφωνας, ο και σίφουνας, ο
1. σωλήνας καμπυλωμένος με τον οποίο μεταγγίζουμε το νερό από ένα δοχείο σε άλλο: Η λειτουργία του σίφωνα στηρίζεται στην ατμοσφαιρική πίεση.
2. καμπύλωμα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου.
3. μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο με ανεμοστρόβιλο σχηματίζεται μια ψηλή στήλη από υδρατμούς ή νερό που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Οι σίφωνες είναι ιδιαίτερα ισχυροί και προκαλούν μεγάλες καταστροφές.
4. μτφ., καθετί ή καθένας που κινείται με ορμή

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — σί̱φωνας , σίφων tube masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκίδια — Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • παροχικός — ή, ό [παροχή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί σε παροχή («παροχικός σίφωνας») …   Dictionary of Greek

  • σίφων — ωνος, ο, ΝΜΑ βλ. σίφωνας …   Dictionary of Greek

  • σιφωνογαμία — η, Ν βοτ. γονιμοποίηση με τη μεσολάβηση ενός σίφωνα, ενός γυρεοσωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonogamy < σίφωνας + γάμος] …   Dictionary of Greek

  • σιφωνογλυφή — η, Ν βιολ. επιμήκης αύλακα στις στενότερες πλευρές, κοιλιακή ή και ραχιαία, τού οισοφάγου τών ανθοζώων κνιδοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonoglyph < σίφωνας + γλυφή] …   Dictionary of Greek

  • σιφωνοειδής — ές, Ν όμοιος με σίφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίφωνας + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”